- σπόνδυλος
- Δίθυρο μαλάκιο (spondilus gaedezopus) της οικογένειας των Σπονδυλιδών, της τάξης των ψευδοελασματοβραγχίων. Το όστρακό του έχει άνισες θυρίδες: η μεγαλύτερη, που προσκολλάται στο βυθό της θάλασσας, έχει μέγιστο άξονα μήκους 10 περίπου εκ. Η άλλη είναι πολύ κυρτή και ιδιαίτερα πλούσια σε αγκάθια. Το μαλάκιο αυτό, όπως και άλλα που ανήκουν στην ίδια οικογένεια, έχει χωριστά φύλλα, στερείται βύσσου και διαθέτει μεγάλα οφθαλμίδια. Είναι κοινό στη Μεσόγειο, όπου μπορούν να βρεθούν πολυάριθμα άτομα ενωμένα σε παχιά στρώματα. Άλλα συγγενικά είδη, διαδομένα στις θερμές θάλασσες, έχουν όστρακο προικισμένο με μεγάλα αγκάθια.
* * *ο, ΝΜΑ, και αττ. τ. σφόνδυλος Α1. καθένα από τα βραχέα οστά τα οποία, τοποθετημένα το ένα επάνω στο άλλο, σχηματίζουν τη σπονδυλική στήλη (α. «ο άνθρωπος έχει 33 σπονδύλους» β. «σύγκειται ἡ ῥάχις ἐκ σφονδύλων», Πλάτ.)2. αρχιτ. καθένας από τους κυλινδρικούς λίθους που σχηματίζουν έναν κίονα3. το εξάρτημα που προσαρμόζεται στην άκρη τού αδραχτιού και ρυθμίζει την περιστροφική του κίνηση, κν. σφοντύλινεοελλ.1. (στον τ. σφόνδυλος) βαρύς και μεγάλης ακτίνας τροχός εμβολοφόρου κινητήριας μηχανής κατάλληλος για την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη διατήρηση τής ομοιομορφίας τής περιστροφικής κίνησης τού παραπάνω τροχού2. βοτ. α) το σύνολο τών φύλλων που εκφύονται από το ίδιο γόνατοβ) καθεμιά από τις τέσσερεις ομάδες μεταμορφωμένων φύλλων τού άνθους, αλλ. κύκλοςμσν.-αρχ.1. είδος οστρακοδέρμου2. η κεφαλή ενός είδους τού φυτού κινάρα3. τράχηλος, αυχέναςαρχ.1. (γενικά) άρθρωση οστών2. η αγκαθωτή σειρά στο κεφάλι τού ψαριού κεστρεύς*3. μηχάνημα για το άνοιγμα θύρας ή καταπακτής4. το σχήμα τού τμήματος τής γήινης σφαίρας που βρίσκεται μεταξύ τού ισημερινού και τού αρκτικού κύκλου5. η δικαστική ψήφος6. στον πληθ. οἱ σπόνδυλοιη σπονδυλική στήλη7. φρ. «σφόνδυλοι μεγάλοι»πιθ. οι σπόνδυλοι κίονα οι οποίοι χρησιμοποιούνταν ως βλήματα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. σφόνδ-υλος / σπόνδ-υλος (με εναλλαγή κλειστού και δασέος συμφώνου) έχει σχηματιστεί με επίθημα -υλος (πρβλ. δάκτ-υλος, κόνδ-υλος), πιθ. μέσω αμάρτυρου *σφόνδος. Πιθανή φαίνεται η σύνδεση τής λ. με τα σφοδρός, σφεδανός, σφαδάζω, σφενδόνη (βλ. λ. σφαδάζω). Η Λατινική έχει δανειστεί τους τ. spondylos, spondylium, οι οποίοι πέρασαν στις ρομανικές γλώσσες και δημιούργησαν πλήθος συνθ.].
Dictionary of Greek. 2013.